επιθηλιοτρόπος

επιθηλιοτρόπος
-ον
ιατρ. όρος που χαρακτηρίζει ορισμένους παθογόνους παράγοντες οι οποίοι προσβάλλουν εκλεκτικά τα επιθήλια («επιθηλιοτρόπος ιός»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”